- συνεπείγω
- Α1. προτρέπω, παρορμώ σε κάτι από κοινού με κάποιον2. (ενεργ. και παθ.) σπεύδω, τρέχω προς κάτι3. μέσ. συνεπείγομαιαυξάνομαι μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… … Dictionary of Greek
συνέπειξις — είξεως, ἡ, Α [συνεπείγω] μεγάλη βιασύνη … Dictionary of Greek